dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
μετάβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Übergang
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διάβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Übergang
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)