dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
βογκάω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ächzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
βογκητό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ächzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βογκώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ächzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ächzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)