dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
σκόπιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zweckmäßig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
λειτουργικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zweckmäßig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
σκόπιμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zweckmäßig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)