dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
υποχρεωτικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zwangsläufig
Ⓦ
Ⓖ
…
αναπόφευκτα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zwangsläufig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αναγκαία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zwangsläufig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αναγκαστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zwangsläufig
Ⓦ
Ⓖ
…