dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μοντάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταρτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συντάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)