dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
δειλιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verzweifeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απελπίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verzweifeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σαστίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verzweifeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απελπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verzweifeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)