dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πληγώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwunden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τραυματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwunden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
λαβώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwunden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwunden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ματώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwunden
Ⓦ
Ⓖ
…