dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αποπειρώμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
δοκιμάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προσπαθώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επιχειρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γυρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κάνω δοκιμή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)