dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
κλειστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschlossen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εσωστρεφής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschlossen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κλειδωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschlossen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κρυψίνους
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschlossen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)