dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
υποπτεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verdächtigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υποψιάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verdächtigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παίρνω μυρωδιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verdächtigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)