dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ανήκουστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerhört
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αδιάντροπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerhört
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
άνευ προηγούμενο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerhört
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
άνευ προηγουμένου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerhört
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
άνευ προηγούμενου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerhört
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
άνω ποταμών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerhört
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πρωτάκουστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerhört
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πρωτοφανής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerhört
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σκανδαλώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerhört
Ⓦ
Ⓖ
…