dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
οικολογικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umweltfreundlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
φιλικός προς το περιβάλλον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umweltfreundlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)