dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αλλάζω λεωφορείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umsteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αλλάζω συγκοινωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umsteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αλλάζω τρένο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umsteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κάνω μετεπιβίβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umsteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεταπηδώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umsteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μετεπιβιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umsteigen
Ⓦ
Ⓖ
…