dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
επιβουλεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trachten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εποφθαλμιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trachten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πασχίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trachten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υποβλέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trachten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αγρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trachten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιδιώκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trachten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσπαθώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trachten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)