dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
θανάσιμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sterblich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
θανάσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sterblich
Ⓦ
Ⓖ
…
θνητός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sterblich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)