dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
στατιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
statistisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
στατιστικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
statistisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
στατιστικώς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
statistisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)