dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
ταυτόχρονος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
simultan
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
ταυτόχρονη διερμηνεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Simultandolmetschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ταυτόχρονη μετάφραση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Simultanübersetzung
Ⓦ
Ⓖ
…