dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
δένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schüren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σκαλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schüren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ανασκαλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schüren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σφίγγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schüren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υποδαύλιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schüren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπόθαλψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schüren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναζωπυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schüren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανακατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schüren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υποδαυλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schüren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υποθάλπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schüren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)