dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ξεφλουδίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schälen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ξεφλούδισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schälen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απολεπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schälen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποφλοιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schälen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποφλοίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schälen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schälen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)