dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
λυμφατικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwächlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αδύνατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwächlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αδυνατούλης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwächlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ασθενικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwächlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ισχνός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwächlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανήμπορος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwächlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)