dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
λιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmelzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λειώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmelzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λιώσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schmelzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τήκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmelzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τήξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schmelzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)