dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
σέρνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlurfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τρώγω ή πίνω θορυβωδώς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlürfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)