dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
φαινομενικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
scheinbar
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
δήθεν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
scheinbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εικονικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
scheinbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κατά επίφαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
scheinbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
μάλλον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
scheinbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φανταστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
scheinbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
φαινομενικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
scheinbar
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)