dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ιππεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ιππασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Reiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ίππευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Reiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ιππεύτρια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καβάλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Reiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καβαλάω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καβαλικεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κάνω ιππασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)