dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κατούρημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Pissen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατουρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pissen
δημ.
Ⓦ
Ⓖ
…