dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
φαρμακευτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pharmazeutisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)