dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κάνω τσαπατσούλικη δουλειά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pfuschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κάνω στο πόδι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pfuschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τσαλαβουτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pfuschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)