dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
προσωπικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
persönlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ατομικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
persönlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αυτοπρόσωπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
persönlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
αυτοπροσώπως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
persönlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
προσωπικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
persönlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ιδιαίτερα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
persönlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ιδιαιτέρως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
persönlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ιδιωτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
persönlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ιδιωτικός φύσεως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
persönlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
προσωπικώς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
persönlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
προσωποπαγής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
persönlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)