dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
προφανώς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offensichtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
φανερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offensichtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
προφανής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offensichtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εμφανής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offensichtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εξόφθαλμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offensichtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
καταφάνερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offensichtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ξεκάθαρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offensichtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ολοφάνερα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offensichtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ολοφάνερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offensichtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
οφθαλμοφανής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offensichtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πασιφανής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offensichtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
περίτρανος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offensichtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
φανερώς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offensichtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
έκδηλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offensichtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συγκεκριμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offensichtlich
Ⓦ
Ⓖ
…