dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ξεσκέπαστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nicht zugedeckt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ασκέπαστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nicht zugedeckt
Ⓦ
Ⓖ
…