dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
περίεργος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
neugierig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αδιάκριτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
neugierig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
φιλοπερίεργος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
neugierig
Ⓦ
Ⓖ
…