dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σβήνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
löschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
απόσβεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Löschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
απαλείφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
löschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διαγράφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
löschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εξαλείφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
löschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ξεφορτώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
löschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποσβήνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
löschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σβήσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Löschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποβιβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
löschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατασβήνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
löschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)