dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
θορυβώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lärmend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
θορυβωδώς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lärmend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πολύβοος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lärmend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πολύβουος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lärmend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πολυθόρυβος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lärmend
Ⓦ
Ⓖ
…