dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εκτίω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leisten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κατόρθωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Leisten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
καλαπόδι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Leisten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παρέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leisten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αποδίδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leisten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποδίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leisten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκτελώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leisten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leisten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leisten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκτίω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leisten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)