dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
νόμιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
legal
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
θεμιτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
legal
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
παράνομος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
illegal
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αθέμιτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
illegal
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λαθραίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
illegal
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
άνομος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
illegal
Ⓦ
Ⓖ
…
!
νομοθετικός ορισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Legaldefinition
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επικυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
legalisieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
νομιμοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
legalisieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
νομιμοποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Legalisierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επισημοποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Legalisierung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
νομιμότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Legalität
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
σύννομο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Legalität
Ⓦ
Ⓖ
…