dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
ζωηρά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lebhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ζωηρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lebhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ζωντανός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lebhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
πεταχτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lebhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
παραστατικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lebhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δραστήριος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lebhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)