dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
λαβύρινθος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Labyrinth
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
δαίδαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Labyrinth
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
λαβυρινθώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
labyrinthartig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
λαβυρινθώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
labyrinthisch
Ⓦ
Ⓖ
…