dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
knirschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
τριγμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Knirschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)