dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κλωνοποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Klonen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κλωνοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
klonen
Ⓦ
Ⓖ
…