dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
λαχανιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
keuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λαχάνιασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Keuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αγκομαχώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
keuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ασθμαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
keuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)