dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εισπράττω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kassieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παίρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kassieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)