dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κυνηγώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
jagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θηρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
jagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παίρνω στο κατόπι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
jagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διώχνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
jagen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)