dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ιρλανδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
irisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
Ιρλανδικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Irisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)