dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
κουτσός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hinkend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χωλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hinkend
Ⓦ
Ⓖ
…