dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
με τη σέσουλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
haufenweise
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
με την σέσουλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
haufenweise
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
κατά κόρο ν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
haufenweise
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
κατά κόρον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
haufenweise
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
με τις δωδεκάδες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
haufenweise
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
σωρηδόν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
haufenweise
Ⓦ
Ⓖ
…