dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
πράσινος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
grün
Ⓦ
Ⓖ
…
πράσινο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Grün
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πρασινάδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Grün
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χλοερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
grün
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χλωρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
grün
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)