dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
διαζευγμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geschieden
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
χωρισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geschieden
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)