dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
δικαστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gerichtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δικανικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gerichtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δικαστικώς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gerichtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)