dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
περιστασιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gelegentlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ευκαιριακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gelegentlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κατά διαστήματα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gelegentlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
κατά καιρούς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gelegentlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σποραδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gelegentlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
τυχαίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gelegentlich
Ⓦ
Ⓖ
…