dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
άτρομος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
furchtlos
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ατρόμητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
furchtlos
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
άφοβος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
furchtlos
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)